Στο Μεσαίωνα, το νησί της Εύβοιας αλλά και η πρωτεύουσά του Χαλκίδα ήταν γνωστά στους Λατίνους με το όνομα “Negroponte”. Σύμφωνα με την Partitio Terrarum Imperii Romanie (συνθήκη διανομής των εδαφών της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας), το κεντρικό τμήμα της Εύβοιας επιδικάσθηκε στο λατίνο βασιλιά της Θεσσαλονίκης Βονιφάτιο Μομφερρατικό (1204-1207). Ο Βονιφάτιος κατέκτησε το νησί και το παραχώρησε ως φέουδο στο φλαμανδό ευγενή Ιάκωβο d’ Avesnes (1204), ο οποίος έκτισε το κάστρο της Χαλκίδας και εγκατέστησε σε αυτό φρουρά. Μετά το θάνατο του Ιακώβου (πριν τον Αύγουστο του 1205), το νησί παραχωρήθηκε από το Βονιφάτιο σε τρεις βαρόνους από τη Βερόνα της Ιταλίας: το Ravano dalle Carceri, τον Giberto dalle Carceri και τον Pecoraro da Mercanuovo.
Οι τρεις βαρόνοι ονομάσθηκαν τριτημόριοι (terzieri, terciers ή τερτσέρια), καθώς ο καθένας τους έλαβε το 1/3 της νήσου, δηλαδή μία από τις τρεις βαρονίες στις οποίες χωρίσθηκε η Εύβοια: το βόρειο τμήμα, με πρωτεύουσα τον Ωρεό (terzero del Rio), το κεντρικό, με πρωτεύουσα -κοινή και για τους τρεις βαρόνους- τη Χαλκίδα (terzero della Clissura, Terzerius a clesura ultra) και το νότιο, με πρωτεύουσα την Κάρυστο (terzero di Caristo). Γύρω στα τέλη του 1208, ο Ravano dalle Carceri έγινε κύριος ολόκληρου του νησιού. Τιτλοφορούνταν, πλέον, sires de Nigrepont (κύρης της Εύβοιας) και λίγο αργότερα, το 1210 και το 1212, dominus Nigropontis (κύριος της Εύβοιας) ή dominus insulae Nigropontis (κύριος του νησιού της Εύβοιας).
Ο Ravano τάχθηκε υπέρ των λομβαρδικής καταγωγής ευγενών της Θεσσαλονίκης στον αγώνα τους εναντίον του λατίνου αυτοκράτορα της Κωνσταντινούπολης (1207-1209). Για να αντιμετωπίσει την πολιτική απομόνωση του νησιού του, που προκάλεσε η προσωπική του εμπλοκή στο στασιαστικό κίνημα των ευγενών της Θεσσαλονίκης, συνήψε, το Μάρτιο του 1209, συνθήκη συμμαχίας με τη Βενετία, με την οποία αναγνώριζε τη βενετική επικυριαρχία στην Εύβοια. Με τη συνθήκη του Μαρτίου του 1209, η Βενετία αποκτούσε σημαντικά εμπορικά προνόμια στο νησί. Λίγο καιρό αργότερα διορίστηκε ο πρώτος βενετός βάιλος (bailus), ο οποίος διοικούσε τις παροικίες που διατηρούσαν οι συμπατριώτες του στο νησί, ως αντιπρόσωπος του δόγη. Στις 20 Μαΐου του 1209, ο Ravano αναγνώρισε και την επικυριαρχία του λατίνου αυτοκράτορα της Κωνσταντινούπολης, του οποίου έγινε λίζιος φεουδάρχης. Αργότερα, πιθανόν το 1248, η επικυριαρχία της Λατινικής Αυτοκρατορίας της Κωνσταντινούπολης στην Εύβοια μεταβιβάσθηκε στον πρίγκιπα της Αχαΐας (1246-1278). Ωστόσο, η εξάρτηση του νησιού από τον πρίγκιπα της Αχαΐας παρέμεινε ουσιαστικά θεωρητική, όπως και η προηγούμενη εξάρτησή του από το λατίνο αυτοκράτορα της Κωνσταντινούπολης.
Μετά το θάνατο του Ravano dalle Carceri, το 1216, ο τότε βενετός βάιλος Pietro Barbo παρενέβη ενεργά στη διαμάχη των έξι συγγενών του Ravano που διεκδικούσαν την κληρονομιά του, μοιράζοντας το νησί σε έξι μέρη (εκτημόρια). Ο βενετός βάιλος έγινε, σταδιακά, ο πραγματικός διοικητής ολόκληρου του νησιού. Η Εύβοια αναγνώρισε την πλήρη υποταγή της στους Βενετούς, όταν στο περιθώριο της διαμάχης των τριτημόριων αρχόντων της με τον πρίγκιπα της Αχαΐας Γουλιέλμο Β’ Βιλλεαρδουίνο, οι τριτημόριοι συνήψαν, στις 14 Ιουνίου του 1256, συμφωνία με τους Βενετούς, με την οποία αναγνώριζαν τη Βενετία ως μοναδικό επικυρίαρχό τους.
Ο Γουλιέλμος είχε παρέμβει ως επικυρίαρχος των τριτημόριων της Εύβοιας, διεκδικώντας την κληρονομική μεταβίβαση του μισού τριτημόριου του Ωρεού, το οποίο ανήκε στη σύζυγό του Carintana dalle Carceri, που είχε στο μεταξύ πεθάνει. Μεταξύ του Γουλιέλμου και των τριτημόριων αρχόντων της Εύβοιας ξέσπασε έντονη διαμάχη, που κορυφώθηκε με τη μάχη στο Καρύδι το 1258, όπου ο πρίγκιπας της Αχαΐας νίκησε τους αντιπάλους του. Η διαμάχη διευθετήθηκε, τελικά, με τη συνθήκη του 1262.
Άμεσα συνδεδεμένος με τη διεκδίκηση του μισού τριτημόριου του Ωρεού είναι ο χάλκινος οβολός που φέρει την επιγραφή G(ULIELMUS) P(RINCEPS) AC(HAIE) (Γουλιέλμος Πρίγκιπας της Αχαΐας) + NEGRIP(ONTE) (Χαλκίδας). Το νόμισμα χρονολογείται τον πρώτο καιρό της διαμάχης του πρίγκιπα της Αχαΐας με τους τριτημόριους της Εύβοιας (1255-1256). Στην οπίσθια όψη του νομίσματος έχει χαραχθεί ο λατινικός αριθμός ΙΙΙ, που θεωρείται ότι δηλώνει την ιδιότητα του Γουλιέλμου ως τριτημόριου της Εύβοιας.
Η συμβολή των βενετών βάιλων στην αμυντική θωράκιση του νησιού υπήρξε σημαντική σε περιόδους επιθέσεων εξωτερικών εχθρών, μολονότι η Βενετία δεν ήταν πάντοτε σε θέση να προσφέρει σημαντική στρατιωτική βοήθεια στους τριτημόριους. Ενδεικτικά αναφέρονται η επίθεση του πρίγκιπα της Αχαΐας το 1258, οι επιχειρήσεις του ιππότη της Καρύστου Λικαρίου (Licario), κατά τις οποίες (1264-1280) κατέλαβε φρούρια του νησιού με την υποστήριξη από το 1271 των Βυζαντινών, και οι τουρκικές ναυτικές επιθέσεις του 14ου αιώνα. Στο βενετό βάιλο απέδιδαν όρκο πίστης οι λομβαρδοί εκτημόριοι αλλά και οι έλληνες ευγενείς, αναγνωρίζοντας με αυτό τον τρόπο τη Βενετία ως κυρίαρχη δύναμη στο νησί. Οι λομβαρδοί εκτημόριοι είχαν πρωτεύουσά τους τη Χαλκίδα, η οποία αποτελούσε έδρα του λομβαρδού δικαστή (podesta).
Γύρω στα τέλη του 1317 και τις αρχές του 1318, η Κάρυστος κατακτήθηκε από τον καταλανό Don Alfonsus Fadrique, γενικό επίτροπο του δουκάτου των Αθηνών και νόθο γιο του Φρειδερίκου Β’, βασιλιά της Σικελίας (1295-1337). Το 1319, οι Καταλανοί συνήψαν συνθήκη με τους Βενετούς, που ανανεώθηκε το 1321, σύμφωνα με την οποία ο Don Alfonsus διατηρούσε υπό την εξουσία του την Κάρυστο. Η επίσημη κυριαρχία της Βενετίας επεκτάθηκε προοδευτικά σε ολόκληρη την Εύβοια. Το 1342, η Βενετία αγόρασε το φρούριο των Αρμένων (Larmena) και το 1365 την Κάρυστο. Γύρω στο 1350, στο πλαίσιο του τρίτου Βενετογενουατικού πολέμου, η Χαλκίδα δέχτηκε την επίθεση των Γενουατών, οι οποίοι λεηλάτησαν και πυρπόλησαν την πόλη. Το 1390, με το θάνατο του κληρονόμου του τελευταίου τριτημόριου της Εύβοιας Γεωργίου Γ’ Ghisi, το νησί περιήλθε εξολοκλήρου στη Βενετία..
Eκκλησιαστική οργάνωση
Το 1208, ο ορθόδοξος επίσκοπος της Εύβοιας, ο οποίος αμέσως μετά τη λατινική κατάκτηση δήλωσε υποταγή στη Ρώμη και αναγνώρισε το λατίνο αρχιεπίσκοπο της Κωνσταντινούπολης, καθαιρέθηκε και αντικαταστάθηκε από λατίνο επίσκοπο. Η Εύβοια ήταν οργανωμένη αρχικά στις λατινικές επισκοπές Χαλκίδας, Καρύστου, Ωρεών και Αυλώνος. Αργότερα, το 1222, οι λατινικές επισκοπές Καρύστου, Ωρεών και Αυλώνος συγχωνεύθηκαν με της Χαλκίδας και αποτέλεσαν μία επισκοπή με έδρα τους την πόλη αυτή. Μετά το 1239, ανασυστάθηκε η επισκοπή Αυλώνος, εξαιτίας έντονης διαμαρτυρίας των κατοίκων της περιοχής. Στην επισκοπή Αυλώνος περιλαμβανόταν η νότια Εύβοια, ενώ το υπόλοιπο τμήμα του νησιού ανήκε στη δικαιοδοσία του επισκόπου Χαλκίδας. Και οι δύο επίσκοποι του νησιού υπάγονταν εκκλησιαστικά στο λατίνο αρχιεπίσκοπο Αθηνών.
Ωστόσο, η επισκοπή Χαλκίδας απολάμβανε προνομιακής μεταχείρισης, ως έδρα του τιτουλάριου λατίνου πατριάρχη της Κωνσταντινούπολης, μετά την ανακατάληψη της Πόλης από τους Βυζαντινούς (1261). Ο ορθόδοξος κλήρος του νησιού παρέμεινε πρακτικά ακέφαλος, καθόλη τη διάρκεια της Λατινοκρατίας στην Εύβοια. Στην πρωτεύουσα του νησιού, τη Χαλκίδα, υπήρχε από το 1211 η εκκλησία του Αγίου Μάρκου, που υπαγόταν στην εκκλησία του San Giorgio Maggiore της Βενετίας. Στην Εύβοια είχαν εγκατασταθεί από νωρίς Δομινικανοί, Φραγκισκανοί και Κιστερκιανοί μοναχοί καθώς και Ναΐτες ιππότες.
Στοιχεία για την οικονομική ζωή
Το Regno di Negroponte (βασίλειο της Εύβοιας), όπως ονομαζόταν η Εύβοια μετά την υπαγωγή της στη βενετική κυριαρχία, αναδείχθηκε σε σημαντικό κέντρο διαμετακομιστικού εμπορίου, μέσω του οποίου διακινούνταν προϊόντα όπως σιτάρι, αλάτι, σταφίδα και ξυλεία. Το νησί λειτουργούσε παράλληλα ως τόπος συγκέντρωσης και αποθήκευσης υφασμάτων, μεταξωτών, μάλλινων και βαμβακερών, που έφθαναν εκεί από τις χώρες της δυτικής Ευρώπης.
Στην Εύβοια είχαν διοριστεί δύο βενετοί δικαστές καθώς και τρεις σύμβουλοι, που αργότερα μειώθηκαν στους δύο, επιφορτισμένοι με την είσπραξη των φόρων. Ενδεικτικό της μεγάλης βενετικής επιρροής στις οικονομικές συναλλαγές του νησιού είναι το γεγονός ότι ίσχυαν βενετικά μέτρα και σταθμά. Στην κατοχή της Βενετίας ανήκαν, ήδη από το 1211, η εκκλησία του Αγίου Μάρκου, σπίτια, καταστήματα και μια πλατεία γύρω από αυτή, μαζί με σπίτια και γαιοκτησίες σε άλλα μέρη της πόλης.
Kοινωνική διαστρωμάτωση
Οι συχνές πειρατικές επιθέσεις στα παράλια του νησιού και οι λοιμοί, όπως οι επιδημίες πανώλης, το 1375-1376, αποτέλεσαν τους κύριους παράγοντες πληθυσμιακής μείωσης. Από την άλλη, στη διάρκεια του 14ου αιώνα, η συρροή στο νησί προσφύγων από περιοχές που είχαν κατακτηθεί -ή κινδύνευαν να κατακτηθούν- από μη Λατίνους, οδήγησε σε πληθυσμιακή αύξηση.
Με την κατάκτηση των Θηβών και της Λιβαδειάς από τους Ναβαραίους, το 1379-1380, πολλοί κάτοικοι της Βοιωτίας, όχι μόνο Φράγκοι αλλά και Έλληνες, αναζήτησαν καταφύγιο στην Εύβοια, αλλάζοντας έτσι τη δημογραφική εικόνα του νησιού. Η Βενετία ενθάρρυνε επιπλέον την εγκατάσταση στη βενετική συνοικία της Χαλκίδας “ελεύθερων” ατόμων, από άλλες περιοχές της Ρωμανίας, στους οποίους παρείχε από το 1340 τη βενετική υπηκοότητα.
Η κοινωνία της Εύβοιας ήταν διαρθρωμένη σε τρεις ομάδες: α) τους πλούσιους λατίνους ευγενείς, β) τους ελεύθερους γαιοκτήμονες, μεταξύ των οποίων και Έλληνες, και γ) τους έλληνες μικροκαλλιεργητές και δουλοπάροικους. Εκτός από το ντόπιο ελληνικό στοιχείο, που προϋπήρχε της λατινικής κατάκτησης, στην Εύβοια κατοικούσαν λομβαρδοί εκτημόριοι και ευγενείς της Βερόνας, βενετοί έποικοι και Εβραίοι. Το 13ο και 14ο αιώνα, μαρτυρούνται τρεις εβραϊκές κοινότητες στην Εύβοια: μία στη Χαλκίδα, μία στην Κάρυστο και μία στους Ωρεούς. Οι Εβραίοι της Χαλκίδας ζούσαν από το 1355 σε δική τους συνοικία, την Giudecca, στο νότιο τμήμα της πόλης.
Η απονομή της δικαιοσύνης πραγματοποιούνταν στην Εύβοια, με βάση την κωδικοποιημένη νομοθεσία των Ασσιζών της Ρωμανίας, που εισήχθησαν από την Πελοπόννησο. Στην τελική του μορφή, μετά την επεξεργασία του από τη βενετική καγκελαρία, το κωδικοποιημένο αυτό έργο απαρτίζεται από 219 άρθρα, γραμμένα στο βενετικό ιδίωμα.
Γλωσσαριoν
Αγγαρεία: υποχρεωτική παροχή υπηρεσιών από τους αγρότες στον κύριό τους χωρίς κανένα αντάλλαγμα.
Ακρόστιχο: βυζαντινής προέλευσης ετήσιος έγγειος φόρος που κατέβαλλαν οι αγρότες στον κύριό τους.
Άνθρωπος απλής υποτέλειας (homines plani homagii): φεουδαρχικός όρος που αναφέρεται στους χαμηλότερους στην ιεραρχία φεουδάρχες. Στην κατηγορία αυτή είχαν ενσωματωθεί και οι βυζαντινοί άρχοντες.
Άρθρα ή Καταστατικά (Els Capitols de la Companyia): ο νομικός κώδικας που εφαρμόστηκε στο καταλανικό δουκάτο των Αθηνών, βασισμένος στα Συνήθεια της Βαρκελώνης.
Ασσίζες Ρωμανίας: νομικός κώδικας που ίσχυε στις φραγκοκρατούμενες περιοχές και ρύθμιζε τις φεουδαρχικές σχέσεις.
Αυτοκρατορία Νίκαιας: το βυζαντινό κράτος “σε εξορία” που ιδρύθηκε στη Μικρά Ασία με έδρα τη Νίκαια, μετά την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους σταυροφόρους.
Β
Βάιλοι: α) εκπρόσωποι του Καρόλου Α’ Ανδεγαυού στο πριγκιπάτο της Αχαΐας μετά το θάνατο του Γουλιέλμου Β’ Βιλλεαρδουίνου.
β) βενετός διοικητής στην Εύβοια.
Βασσάλοι (vassalli): φεουδαρχικός όρος για τους υποτελείς.
Βιλλάνοι (villani): δυτικός όρος για τους προσκολλημένους στη γη αγρότες και εξαρτημένους από τον κύριό τους (seigneur). Ο όρος αυτός μεταφέρθηκε και στις φραγκοκρατούμενες περιοχές για να αποδώσει τους έλληνες αγρότες.
Βουργήσιος (burgensis, bourgeois): αρχικά, ο κάτοικος του οχυρού (burgus). Αργότερα, αναφέρεται στους κατοίκους των πόλεων.
Buticularius: αξιωματικός, υπεύθυνος των βασιλικών αμπελώνων στη Δύση. Σημαντικός αξιωματούχος στη λατινική Κωνσταντινούπολη, με στρατιωτικές αρμοδιότητες.
Γ
Cancellarius: βλ. καγκελάριος.
Cittadini: οι κάτοικοι των πόλεων.
Collachium: το βόρειο τμήμα της πόλης της Ρόδου, στο οποίο κατοικούν αποκλειστικά οι ιππότες.
Constabularius, comestabulus, connetable (κοντόσταυλος): ανώτερος αξιωματούχος με στρατιωτικές αρμοδιότητες στη Λατινική Αυτοκρατορία της Κωνσταντινούπολης και το πριγκιπάτο της Αχαΐας. Αρχικά υπεύθυνος των αυτοκρατορικών στάβλων.
Contadini: οι κάτοικοι της υπαίθρου.
Curia: βλ. κούρτη.
Γαβαλάδες: βυζαντινή οικογένεια, που έχουν την εξουσία στη Ρόδο, το διάστημα 1204-1250, ως ανεξάρτητοι ηγεμόνες με δικαίωμα κοπής νομίσματος.
Γασμούλοι (βασμούλοι): α) γόνοι επιμειξιών ανάμεσα σε Λατίνους και Ελληνίδες.
β) κατηγορία του αγροτικού πληθυσμού στο δουκάτο του Αιγαίου.
Γλώσσα (lingua): έτσι ονομάζονται οι υποδιαιρέσεις των Ιωαννιτών ιπποτών με βάση την εθνική τους καταγωγή.
Γονικό: βλ. κουγκέστας φέουδα.
Δ
Δεσποτάτο της Ηπείρου: η ανεξάρτητη ηγεμονία που ίδρυσε ο Μιχαήλ Α’ Άγγελος με έδρα την Άρτα (1205), μετά την κατάλυση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας από τους σταυροφόρους.
Δεσπότης της Ρωμανίας: τίτλος που έφερε ο Φίλιππος του Τάραντα και τον οποίο κληρονόμησε ο γιος του Ροβέρτος του Τάραντα.
Ε
Εκτημόριος (sestiere): ο κάτοχος του 1/6 της Εύβοιας μετά το 1216, όταν ο βενετός βάιλος διαίρεσε το νησί σε εκτημόρια.
Επικυριαρχικό τέλος: φόρος που κατέβαλλαν οι φεουδάρχες υποτελείς στον κύριό τους.
Θ
Θεόδωρος Α’ Λάσκαρης: ιδρυτής της αυτοκρατορίας της Νίκαιας. Μετά την κατάλυση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας από τους σταυροφόρους το 1204 ανακηρύχθηκε αυτοκράτορας.
Ι
Ιωαννίτες ιππότες: εκκλησιαστικό στρατιωτικό τάγμα που ιδρύθηκε τον 11ο αιώνα, για να καλύψει τις θρησκευτικές και στρατιωτικές ανάγκες των λατινικών κρατιδίων της Ανατολής. Το 1309 κατέκτησαν τη Ρόδο όπου παρέμειναν μέχρι το 1522, οπότε το νησί περιήλθε στους Τούρκους.
Κ
Καγκελάριος (cancellarius): αρχιγραμματέας και σύμβουλος του ηγεμόνα στις λατινικές κτήσεις. Στο Χρονικό του Μορέως ονομάζεται λογοθέτης.
Καστελλάνος (καστροφύλακας, castellanus): διοικητής του κάστρου, υπεύθυνος για τη συντήρησή του και για τη φύλαξη των κρατουμένων.
Καταλανική Εταιρεία (almugavares, compagnia): μισθοφορική ομάδα Καταλανών που κατέκτησε το βουργουνδικό δουκάτο των Αθηνών, μετά τη μάχη του Ορχομενού της Κωπαΐδας, το 1311.
Κοντόσταυλος: βλ. constabularius.
Kουγκέστας φέουδα: προνομιούχα φέουδα στο πριγκιπάτο της Αχαΐας που μπορούν να μεταβιβαστούν και σε πλάγιους συγγενείς. Ονομάζονται και γονικά.
Κούρτη (curia, cour): το συμβούλιο του πρίγκιπα με δικαστικές αρμοδιότητες. Η μεγάλη κούρτη αποτελούνταν από τον πρίγκιπα, τους βαρόνους και τους υποτελείς των εξαρτημένων περιοχών, με κύρια αρμοδιότητα την απονομή “υψηλής δικαιοσύνης”, ενώ η μικρή κούρτη με επικεφαλής το βαρόνο λειτουργούσε στο εσωτερικό κάθε βαρονίας, με αρμοδιότητα την απονομή “χαμηλής δικαιοσύνης”.
Κύρης των Αθηνών (Sire d’ Athenes ή Dominus Athenarum): τίτλος που αποδίδεται στους ηγεμόνες των Αθηνών από τον Όθωνα de la Roche μέχρι το 1260. Στη συνέχεια αναφέρονται ως δούκες.
Κύριος (seigneur): φεουδαρχικός όρος που αναφέρεται στο πρόσωπο (ηγεμόνας, φεουδάρχης) στο οποίο ο υποτελής οφείλει υποταγή.
Λ
Licario (Λικάριο): λατίνος ιππότης της Εύβοιας, ο οποίος πολέμησε στην υπηρεσία του Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγου και κατέλαβε την Κάρυστο και πολλά νησιά του Αιγαίου (1264-1280).
Λίζιος (lige): φεουδαρχικός όρος που αναφέρεται στους υψηλότερα στην ιεραρχία φεουδάρχες.
Μ
Major cocus: αξιωματούχος στη Δύση υπεύθυνος για τη σίτιση.
Στη Λατινική Αυτοκρατορία της Κωνσταντινούπολης σημαντικός αξιωματούχος με στρατιωτικές αρμοδιότητες.
Μαρεσάλος (marescalus): ανώτερος στρατιωτικός αξιωματούχος και με δικαστικές εξουσίες στις λατινικές κτήσεις. Στο Χρονικό του Μορέως ονομάζεται πρωτοστράτορας.
Massarius, magister massariarum: ανδεγαυικό αξίωμα με οικονομικές αρμοδιότητες.
Μεγάλος Μάγιστρος (Grand Maitre): επικεφαλής του τάγματος των Ιωαννιτών ιπποτών, ισόβιος ανώτατος άρχοντας της διοίκησης στη Ρόδο.
Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγος (+1282): ιδρυτής της τελευταίας βυζαντινής δυναστείας των Παλαιολόγων. Ως αυτοκράτορας της Νίκαιας νίκησε το 1259 το λατινικό συνασπισμό στη μάχη της Πελαγονίας και το 1261 ανέκτησε την Κωνσταντινούπολη από τους Φράγκους.
Ν
Ναβαρραίοι (Εταιρεία των Ναβαρραίων): ομάδα μισθοφόρων που χρησιμοποιείται στα τέλη του 14ου αιώνα στις διεκδικήσεις που σημειώνονται στις φραγκοκρατούμενες περιοχές και για ένα διάστημα αποκτά κυριαρχική θέση, κυρίως στο πριγκιπάτο της Αχαΐας.
Νέο δόμα: όρος που εμφανίζεται στο Χρονικό του Μορέως και δηλώνει τα φέουδα που μεταβιβάζονται μόνο σε α’ βαθμού συγγενείς.
Νοτάριος (notarius): συμβολαιογράφος. Επάγγελμα που συνήθως ασκούσαν οι Έλληνες στις φραγκοκρατούμενες περιοχές.
Ντουάρι (douaire): το μισό της περιουσίας του φεουδάρχη που μεταβιβάζεται στη σύζυγο μετά το θάνατό του.
Ο
Ουνιτισμός (Unia): όρος που χρησιμοποιήθηκε από τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία, για να δηλώσει τους Ορθόδοξους Χριστιανούς, οι οποίοι, μετά το Σχίσμα του 1054, αναγνώρισαν το πρωτείο του πάπα, έχοντας διατηρήσει την παραδοσιακή ορθόδοξη λατρεία και οργάνωση.
Ομάτζιο, ανθρωπέα, λιζία: φεουδαρχικοί όροι που αναφέρονται στο Χρονικό του Μορέως, για να δηλώσουν την υποτέλεια (homagium), τη σχέση δηλαδή μεταξύ του κυρίου (seigneur) και του υποτελούς.
Οφφικιάλιοι (officiales): ανώτεροι αξιωματούχοι της φραγκικής διοίκησης.
Π
Panetarius: σημαντικός αξιωματούχος στη Δύση, υπεύθυνος για τη φύλαξη και διανομή του άρτου (panis) στο παλάτι. Το αξίωμα μεταφέρθηκε και στη λατινική Κωνσταντινούπολη με στρατιωτικές εξουσίες.
Παρλαμάς (parlement): συνέλευση, συνέδριο, δικαστήριο. Αναφέρεται στο Χρονικό του Μορέως, για να προσδιορίσει τη συνέλευση των φεουδαρχών.
Partitio terrarum imperii Romaniae: συνθήκη διανομής της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας μεταξύ των σταυροφόρων και των Βενετών, μετά την κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης το 1204.
Πελαγονίας, μάχη: στα 1259 στη μάχη της Πελαγονίας, πολύ κοντά στην πόλη της Καστοριάς, ολοκληρώθηκε η οριστική επικράτηση της αυτοκρατορίας της Νίκαιας με τη νίκη του Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγου απέναντι στο στρατό του Μιχαήλ της Ηπείρου, η οποία οδήγησε στην ανακατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τον πρώτο. Σ’ αυτήν συμμετείχε και ο Γουλιέλμος Β’ Βιλλεαρδουίνος με άλλους φράγκους ηγεμόνες, οι οποίοι αιχμαλωτίστηκαν.
Podesta: α) διοικητής του βενετικού τομέα της Λατινικής Αυτοκρατορίας της Κωνσταντινούπολης.
β) διοικητής στις γενουατικές κτήσεις της Ρωμανίας (Γαλατάς και Χίο).
γ) λομβαρδός δικαστής στην Εύβοια.
Πρίγκιπας (princeps): ηγεμόνας του πριγκιπάτου.
Πριγκιπάτο εδαφικό (principaute territoriale): θεσμός της μεσαιωνικής Δύσης που δημιουργήθηκε μετά τον κατακερματισμό της καρολίδειας αυτοκρατορίας, στο β’ μισό του 9ου αιώνα. Σε αυτό ο πρίγκιπας είχε εξουσίες δημόσιες (regalia), όπως νομοθετική, διοικητική, στρατιωτική και οικονομική. Το πριγκιπάτο είναι γνωστό και με την ονομασία δουκάτο, μαρκιονία ή κομητεία.
Primus inter pares (πρώτος μεταξύ ίσων): έτσι ονομαζόταν ο πρίγκιπας της Αχαΐας, η δύναμη του οποίου περιοριζόταν από τους ισότιμους βαρόνους.
Προβεούρης των κάστρων (pourveur des chastiaux): υπεύθυνος για την επιθεώρηση και τον ανεφοδιασμό των κάστρων στο πριγκιπάτο της Αχαΐας. Ο όρος απαντά στο Χρονικό του Μορέως.
Πρόνοια: εκχώρηση από το βυζαντινό αυτοκράτορα “δημοσιακής γης και δημοσιαρίων παροίκων” σε στρατιωτικό έναντι υπηρεσιών.
Πρωτοβιστιάρης (protoficier, protovestiarius): ο όρος απαντά στο Χρονικό του Μορέως. Αρχικά υπεύθυνος της ιματιοθήκης, στη συνέχεια υπεύθυνος για τη διαχείριση των εισοδημάτων του πρίγκιπα της Αχαΐας.
Πρωτόπαπας: ορθόδοξος ιερωμένος που ηγούνταν του ορθόδοξου ποιμνίου στις φραγκοκρατούμενες περιοχές, εκλεγμένος από αυτό και με την υποχρεωτική έγκριση των Λατίνων.
Ρ
Ραβέννικα: κοιλάδα δυτικά της Λαμίας, στην οποία έλαβαν χώρα οι δύο ομώνυμες συνελεύσεις. Η πρώτη πραγματοποιήθηκε το 1209 για να διευθετηθεί το ζήτημα της επανάστασης των ευγενών λομβαρδικής καταγωγής στο λατινικό βασίλειο της Θεσσαλονίκης και στην οποία ο Γοδοφρείδος Α’ Βιλλεαρδουίνος αναγνωρίστηκε υποτελής του λατίνου αυτοκράτορα και έλαβε τον τίτλο του senescalus Romaniae. Η δεύτερη έγινε τον επόμενο χρόνο (1210) με σκοπό να διευθετηθούν οι εκκλησιαστικές διαφορές στα φραγκικά κρατίδια.
Ρεβεστίζω (investir): ο όρος απαντά στο Χρονικό του Μορέως. Αναφέρεται στην περιβολή (investitura), τελετή κατά την οποία ο κύριος παραδίδει το φέουδο στον ευνοούμενό του.
Rector: βενετός αξιωματούχος με πολιτικά και στρατιωτικά καθήκοντα.
Romania: όρος που χρησιμοποιούνταν από τους Δυτικούς για να δηλώσει τα εδάφη της άλλοτε Βυζαντινής Αυτοκρατορίας
Σ
Σεργέντης (sergeant): α) ο όρος απαντά στο Χρονικό του Μορέως και αναφέρεται στους κατώτερους στην ιεραρχία αξιωματούχους που είχαν φέουδο αλλά δεν ήταν ευγενείς.
β) η τρίτη ομάδα του τάγματος των Ιωαννιτών ιπποτών που αποτελούνταν από γόνους ελεύθερων.
“Σικελικός Εσπερινός”: η εξέγερση των κατοίκων της Σικελίας (1282) εναντίον των Ανδεγαυών. Αποτέλεσμα ήταν η απώλεια της Σικελίας για τους Ανδεγαυούς, η αποδυνάμωση του Καρόλου Α’ και η ματαίωση της εκστρατείας εναντίον του Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγου.
Σταυροφορίες: επεκτατικές κινήσεις της παπικής εκκλησίας για την απελευθέρωση των Αγίων Τόπων από τους Σελτζούκους Τούρκους. Είχαν χαρακτήρα κοινωνικό, οικονομικό και πνευματικό και κυριάρχησαν στη Δύση από το τέλος του 11ου ως το 14ο αιώνα.
Συνέλευση των κυράδων στο Νίκλι: η συγκέντρωση το 1262 των γυναικών των λατίνων φεουδαρχών που είχαν αιχμαλωτιστεί στη μάχη της Πελαγονίας (1259). Σ’ αυτήν αποφασίστηκε η παράδοση των κάστρων της Μονεμβασίας, του Μυστρά, της Μάνης, του Γερακίου και της Κινστέρνας στο Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγο.
Σενεσάλος (Senescalus): σημαντικός αξιωματούχος στη Δύση με διευρυμένες αρμοδιότητες. Στη λατινική Κωνσταντινούπολη είχε στρατιωτικές αρμοδιότητες, ενώ ο πρίγκιπας της Αχαΐας έφερε τον τίτλο του σενεσάλου της Λατινικής Αυτοκρατορίας της Κωνσταντινούπολης.
Συνήθεια της Βαρκελώνης: το δίκαιο της Αραγονίας που εφαρμόστηκε με τη μορφή των “Άρθρων” ή “Καταστατικών” στο καταλανικό δουκάτο των Αθηνών.
Συνθήκη της Σαπιέντζας: συνθήκη που ρύθμιζε τις σχέσεις του Γοδοφρείδου Α’ Βιλλεαρδουίνου και της Βενετίας το 1209. Σύμφωνα με αυτή: α) ο πρίγκιπας της Αχαΐας γινόταν υποτελής της Βενετίας, η οποία του παραχωρούσε ως φέουδο την Πελοπόννησο, εκτός από τη Μεθώνη και την Κορώνη και β) οι Βενετοί αποκτούσαν το δικαίωμα να εμπορεύονται ελεύθερα στα εδάφη του πριγκιπάτου.
T
Τιτουλάριος: πρόσωπο που διατηρεί τον τίτλο αξιώματος, χωρίς όμως να έχει τη δυνατότητα άσκησης της εξουσίας.
Τορνέζια (tournois, derniers): νόμισμα μικρής αξίας που κοβόταν στo νομισματοκοπείο της Γλαρέντζας (σημ. Κυλλήνη), αντίστοιχο του ανάλογου γαλλικού νομίσματος.
Τριτημόριοι (terzieri): όρος που αναφέρεται στους τρεις ηγεμόνες της Εύβοιας, αφότου το νησί διαιρέθηκε σε τρεις τριαρχίες (1205).
Τριζουριέρης (θησαυροφύλακας, thesaurarius): υπεύθυνος του βασιλικού ταμείου και των μισθοδοσιών στο πριγκιπάτο της Αχαΐας. Ο όρος απαντά στο Χρονικό του Μορέως.
Y
Υπέρπυρο: βυζαντινό χρυσό νόμισμα.
Φ
Φέουδο (fief, φίε): πυρήνας της φεουδαρχικής οργάνωσης. Αρχικά εκχωρούνταν έναντι στρατιωτικής υπηρεσίας εφ’ όρου ζωής και αργότερα έγινε κληρονομικό. Το φέουδο (ετήσιο εισόδημα) καθόριζε τον πλούτο, τη δύναμη και την κοινωνική θέση του φεουδάρχη.
Φλαμουριάρης: σύμφωνα με το Χρονικό του Μορέως ήταν ο κάτοχος τεσσάρων φεούδων, ο οποίος ήταν υποχρεωμένος να παρέχει στον πρίγκιπα της Αχαΐας έναν ιππέα και 12 σεργέντες.
Χ
Χλεμούτσι (Clermont, Castel Tornese): φρούριο στην Πελοπόννησο που κτίστηκε από το Γοδοφρείδο Β’ Βιλλεαρδουίνο με χρήματα που ανήκαν στη Λατινική Εκκλησία, προκαλώντας την αντίδρασή της, σύμφωνα με το Χρονικό του Μορέως.
Χρονικό του Marino Sanudo (Istoria del Regno di Romania): η ιστορία των φραγκικών κρατών της Ρωμανίας, γραμμένη στο διάστημα 1326-1333 από το βενετό Marino Sanudo Torsello.
Χρονικό του Μορέως: χρονικό ανωνύμου, πιθανόν γασμούλου, του 14ου αιώνα. Σώζεται σε τέσσερις γλωσσικές παραλλαγές (ελληνική, αραγονική, ιταλική και γαλλική) και αποτελεί σημαντική πηγή για τη φεουδαρχική οργάνωση του πριγκιπάτου της Αχαΐας.
Χρονικό του Ramon Muntaner: καταλανικό χρονικό που αναφέρεται στην εκστρατεία των Καταλανών στη Ρωμανία στις αρχές του 14ου αιώνα.
Χρονικό των Τόκκων: χρονικό ανωνύμου, σημαντική πηγή για τον Κάρολο Α’ Tocco και την εποχή του.