Aρχαία Aγορά της Αθήνας
Η αρχαία αγορά της Αθήνας είναι ο ανοικτός χώρος που βρίσκεται εγγύτατα και βορειοδυτικά της Ακρόπολης. Στην αρχαιότητα αποτελούσε διοικητικό, φιλοσοφικό, εκπαιδευτικό, κοινωνικό, πολιτιστικό και κυρίως το οικονομικό κέντρο της πόλης. Την Αρχαία Αγορά διέσχιζε η Οδός των Παναθηναίων από την οποία διήρχετο η μεγάλη πομπή προς την Ακρόπολη κατά την διάρκεια των εορτασμών των Παναθηναίων που θέσπισε ο Πεισίστρατος και τελούνταν το τρίτο έτος κάθε Ολυμπιάδας.
Αρχικά, από την προιστορική εποχή (3500 π.Χ), ήταν χώρος κατοίκησης και ταφής ενώ απέκτησε την μετέπειτα χρήση του ως δημόσιος χώρος, κατά την έννοια του όρου, (αγορά < αγείρω =συγκεντρώνω), από τον 6ο αιώνα π.Χ. και ύστερα για να φθάσει στην οριστική του μορφή τον 2ο αιώνα (μ.Χ.).
Η Αρχαία Αγορά της Αθήνας καταστράφηκε και λεηλατήθηκε πολλές φορές, από τους Πέρσες το 480 π.Χ., αργότερα από τους Ρωμαίους υπό τον Σύλλα το 86 π.Χ., στη συνέχεια από τους Ερούλους το 267 (μ.Χ.), και τους Σλάβους επιδρομείς το 580 όπου και τελικά ο χώρος αυτός εγκαταλείφθηκε.
Τον 10ο αιώνα φέρεται να ξανακατοικήθηκε και περί το 1000 χτίσθηκε εδώ ο ναός των Αγίων Αποστόλων. Το 1204 ακολούθησε νέα καταστροφή, αυτή τη φορά από επιδρομές του Λέοντος Σγουρού, δυνάστη τότε του Ναυπλίου οπότε και ακολούθησε νέα ερημωση. Στην Ελληνική Επανάσταση του 1821 και ειδικά στη περίοδο 1826-1827 επήλθε η τελευταία καταστροφή μαζί με τον γύρω χώρο. Έτσι, ο 19ος αιώνας βρίσκει την αρχαία αγορά κυριολεκτικά θαμμένη κάτω από την πυκνοκατοικημένη τότε νεότερη Αθήνα που υποδεχόταν τον βασιλέα Όθωνα για να ανακηρύξει την πόλη πρωτεύουσα του νεοσύστατου τότε Βασιλείου (1834).
Οι πρώτες ανασκαφές του χώρου της αρχαίας αγοράς ξεκίνησαν τον 19ο αιώνα από την Αρχαιολογική Εταιρία και από Γερμανούς αρχαιολόγους. Η συστηματική όμως ανασκαφική αρχαιολογική έρευνα ξεκίνησε από την Αμερικανική Σχολή Κλασικών Σπουδών το 1931 μέχρι το 1941, (α΄ περίοδος), από το 1946 μέχρι το 1960, (β΄ περίοδος), το 1969 (γ΄ περίοδος) και από το 1980 που συνεχίζει μέχρι σήμερα.
Σημειώνεται ότι ο αρχαιολογικός χώρος της αρχαίας αγοράς της Αθήνας που λειτουργεί από το 1957, εποπτεύεται σήμερα από την Ελληνική Αρχαιολογική Υπηρεσία που υπάγεται στο Υπουργείο Πολιτισμού.
Πέλλα
Η πόλη ιδρύθηκε από τον Αρχέλαο Α’ (413-399 π.Χ.) ή από τον Αμύντα Γ’ για να γίνει η νέα πρωτεύουσα του Μακεδονικού κράτους αντί των Αιγών (Βεργίνα) . Η Πέλλα παρέμεινε πρωτεύουσα μέχρι την κατάλυση του Μακεδονικού κράτους από τους Ρωμαίους , οι οποίοι την λεηλάτησαν και μετέφεραν τους θησαυρούς της στη Ρώμη . Αργότερα η πόλη καταστράφηκε από σεισμό και στη συνέχεια ανοικοδομήθηκε . Περί το 180 μΧ ο Λουκιανός μας πληροφορεί ότι "είναι πια ασήμαντη και με λιγοστούς κατοίκους" .
Η παλαιότερη αναφορά που έχουμε για την Πέλλα είναι από τον Ηρόδοτο κατά την περιγραφή της εκστρατείας των Περσών και από το Θουκυδίδη κατά την περιγραφή της Μακεδονικής επέκτασης και του πολέμου κατά του Σιτάλκη , βασιλιά των Θρακών . Σύμφωνα με τον Ξενοφώντα , στην αρχή του 4ου αιώνα π.Χ. ήταν η μεγαλύτερη πόλη της Μακεδονίας . Η πόλη προσέλκυσε φημισμένους καλλιτέχνες της εποχής , όπως ο ζωγράφος Ζεύξης , ο ποιητής Τιμόθεος ο Μιλήσιος και ο Ευριπίδης , ο οποίος και πέθανε εκεί γράφοντας την τραγωδία Αρχέλαος . Μετά το βίαιο θάνατο του Αρχελάου η ανάπτυξη του κράτους ανακόπτεται. Το μεγάλο του έργο συνεχίστηκε μετά από μερικές δεκαετίες, από τον Φίλιππο Β’ (360-336 π.Χ.). Η προσπάθεια του Φιλίππου δεν περιορίστηκε μόνο στην εσωτερική ανάπτυξη, αλλά στράφηκε κυρίως στην επέκταση της πολιτικής δύναμης της Μακεδονίας. Στα χρόνια αυτά η Πέλλα φτάνει σε πλήρη ακμή, γίνεται "η μεγίστη τών εν Μακεδονία πόλεων" (Ξενοφών Ελληνικά V,2,13) και η ακτινοβολία της εξαπλώνεται σε ολόκληρο τον τότε γνωστό κόσμο με τις κατακτήσεις του Αλεξάνδρου Γ΄ (336-323 π.Χ.)Μετά τον θάνατο του Αλεξάνδρου ατέλειωτες διαμάχες ξεσπούν μεταξύ των διαδόχων του, μέχρι την άνοδο στον θρόνο του Αντίγονου Γονατά (276-239 π.Χ.). Πελλαίοι απόμαχοι του Μεγάλου Αλεξάνδρου ίδρυσαν ομώνυμη αποικία στην Δεκάπολη της Παλαιστίνης, στην ενδοχώρα της Συρίας μια άλλη Πέλλα και στον Περσικό κόλπο τον Πελλαίο δήμο. Κατά την περίοδο του Αντίγονου Γονατά η πόλη έφτασε στη ακμή της (σύμφωνα με τα αρχαιολογικά ευρήματα).
Η Πέλλα αναφέρεται αργότερα από τον Πολύβιο και τον Λίβιο ως η έδρα του βασιλείου του Φίλιππου Ε’ και του Περσέα του Μακεδόνα κατά τους Μακεδονικούς πολέμους . Ο Λίβιος μας δίνει τη μόνη περιγραφή της πόλης , όπως την είδε ο Ρωμαίος Λούκιος Αιμίλιος Παύλος ο Μακεδονικός , νικητής της Μάχης της Πύδνας:
"…και αυτός είδε ότι δεν επελέγη άδικα σαν θέση βασιλικής κατοικίας. Είναι τοποθετημένη στη νοτιοδυτική πλαγιά ενός λόφου και περιβάλλεται από βάλτο πολύ βαθύ για να διασχιστεί με τα πόδια χειμώνα-καλοκαίρι. Η ακρόπολη, η οποία είναι κοντά στη πόλη, βρίσκεται μέσα στο βάλτο και εξέχει σαν νησί, είναι δε χτισμένη πάνω σε γιγαντιαία θεμέλια που αντέχουν τείχη πάνω τους και προστατεύουν από την εισχώρηση των υδάτων της λίμνης. Από μακριά φαίνεται σα να είναι συνέχεια του τείχους της πόλης, αλλά στην πραγματικότητα είναι ξεχωριστή και ανάμεσα στα δύο τείχη υπάρχει ένα κανάλι. Η ακρόπολη ενώνεται με την πόλη με μια γέφυρα, έτσι αποκόπτονται όλες οι πλευρές πρόσβασης για έναν εξωτερικό εχθρό και αν ο βασιλιάς φυλακίσει κάποιον εκεί δεν υπάρχει τρόπος διαφυγής εκτός από τη γέφυρα, η οποία φυλάσσεται εύκολα."
Στη ρωμαϊκή επαρχία της Μακεδονίας η Πέλλα ήταν πρωτεύουσα του τρίτου διαμερίσματος και πιθανώς η έδρα του Ρωμαίου κυβερνήτη. Από την Πέλλα διερχόταν η Αρχαία Εγνατία Οδός και ήταν σημαντικός σταθμός μεταξύ Δυρράχειου και Θεσσαλονίκης . Ο Κικέρων έμεινε εκεί το 58 π.Χ., αλλά η θέση του επάρχου την εποχή εκείνη είχε μεταφερθεί στη Θεσσαλονίκη.
Η πόλη έπεσε σε παρακμή για άγνωστους λόγους (μάλλον λόγω σεισμού) προς το τέλος του 1ου π.Χ. αιώνα.
Πριήνη
Η Πριήνη ήταν αρχαία ελληνική πόλη στη νοτιοδυτική Καρία, στις ακτές της Μικράς Ασίας.
Ήταν μία από τις δώδεκα Ιωνικές πόλεις-κράτη. Βρισκόταν ακριβώς στη νότια πλευρά του όρους Μυκάλη, εκτεινόταν δε από ένα βραχώδη λόφο, στη κορυφή του οποίου ήταν η ακρόπολή της, μέχρι τη θάλασσα το λεγόμενο "Μαιάνδριο πεδίο", δηλαδή επί της βορειοδυτικής ακτής του Λατμικού Κόλπου που αργότερα με τις προσχώσεις του παραρρέοντα ποταμού Μαιάνδρου μεταβλήθηκε σε πεδιάδα.
Οι πρώτοι μύθοι για την ίδρυση της πόλης αναφέρουν ότι η Πριήνη οικίσθηκε αρχικά από τους Ίωνες αποίκους, ηγέτης των οποίων ήταν ο Αίπυτος, ο γιος του Νηλέα, (που ήταν γιος του βασιλιά της Αθήνας Κόδρου), και που είχε χτίσει τη Μίλητο. Φαίνεται ότι ο πληθυσμός της πόλης αυξήθηκε θεαματικά όταν εγκαταστάθηκαν σ’ αυτήν νέοι άποικοι από τη Βοιωτία με ηγέτη τον Φιλητά. Γι’ αυτό, λόγω των Βοιωτών, λεγόταν και Κάδμη.
Αφότου ιδρύθηκε, η πόλη δέχτηκε πολλές επιθέσεις από τους γηγενείς γείτονές της, τους Κάρες. Περί τον 8ο αιώνα π.Χ. κατελήφθη από τον βασιλιά των Λυδών, τον Άρδυ. Αλλά σύντομα η πόλη αποτίναξε την κυριαρχία των Λυδών, ενώ περί τον 6ο αιώνα π.Χ. έφτασε στη μεγαλύτερη ακμή της, κυβερνώμενη από τον Βία τον Πριηνέα, έναν από τους επτά σοφούς της αρχαίας Ελλάδας, κατέλαβε δε περίοπτη θέση στην Ιωνική συμπολιτεία (Ιωνική Δωδεκάπολη). Αργότερα, στα χρόνια του μεγάλου βασιλέως Κύρου της Περσίας, το 545 π.Χ., η πόλη καταλήφθηκε από τους Πέρσες όπως και οι άλλες πόλεις-κράτη της Δωδεκάπολης. Παρά ταύτα η Πριήνη κατάφερε να διατηρήσει την πολιτειακή της οργάνωση και υπό περσική επικυριαρχία, πληρώνοντας φόρους και προσφέροντας στρατιώτες.
Μετά τους Περσικούς Πολέμους περί το 404 π.Χ.. η Πριήνη φέρεται να σύρεται στη συμμαχία της Δήλου. Την ίδια εποχή είχε γίνει το μήλο της έριδος μεταξύ των Σαμίων και των Μιλησίων. Κατά την εκστρατεία του στην Ασία ο Μέγας Αλέξανδρος ευεργέτησε πολλαπλώς την Πριήνη, απαλλάσσοντάς την από την κηδεμονία της Αθήνας. Έφτιαξε μάλιστα και τον κύριο ναό της πόλης, τον περίφημο ναό της Πολιάδος Αθηνάς.
Μετά το θάνατο του Μ. Αλεξάνδρου η πόλη περιήλθε στους Επιγόνους του. Την έλεγχαν άλλοτε οι Σελευκίδες, άλλοτε οι Πτολεμαίοι. Σύντομα όμως ανέκτησε την αυτονομία της χάρη στον πλούτο της και στο εμπόριο που είχε αναπτύξει. Οι έριδες επανήλθαν με τους Μιλησίους, τους Σαμίους και τους βασιλιάδες της Περγάμου, μέχρι που τελικά την κατέλαβε ο βασιλιάς της Καππαδοκίας Αριαράθης ο οποίος τη λεηλάτησε.
Την καταστροφή όμως διαδέχτηκε η ανάκαμψη κατά τη ρωμαϊκή περίοδο. Ιδιαίτερα στα χρόνια του Βυζαντίου η Πριήνη γνώρισε νέες ημέρες προόδου και πλούτου. Ως πόλη της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας η Πριήνη υπαγόταν αρχικά στο Θέμα των Θρακησίων, αργότερα στο Θέμα της Σάμου, ενώ εκκλησιαστικά στη Μητρόπολη Εφέσου. Ο επίσκοπος της Πριήνης έφερε τον τίτλο "Επίσκοπος Πριηνέων πόλεως των Ασιανών επαρχίας", ή "Επίσκοπος Πριήνης".
Κατά τον 13ο αιώνα η Πριήνη υποτάχθηκε στους Σελτζούκους και στη συνέχεια στους Τούρκους, οι οποίοι την ονόμασαν "Σαμσούν Καλεσί", προσδιορίζοντας περισσότερο την οχύρωση της ακρόπολης. Από τον αιώνα εκείνο η πόλη άρχισε σιγά – σιγά να καταστρέφεται μέχρι που εξαφανίστηκε ολοκληρωτικά.